ἐνοχλεῖς

ἐνοχλεῖς
ἐνοχλέω
trouble
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐνοχλέω
trouble
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • παραιτούμαι — ΑΜ παραιτοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιτούμαι] νεοελλ. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι στην τύχη του, τό παραμελώ, δεν ενδιαφέρομαι γι αυτό 2. φρ. «έχε με παραιτημένο» άφησε με ήσυχο, μην μέ ενοχλείς νεοελλ. μσν. υποβάλλω παραίτηση, εγκαταλείπω με τη θέλησή μου… …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκοτίζω — ΝΜΑ [σκότος] 1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.) 2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι»,… …   Dictionary of Greek

  • χαμένος — η, ο, Ν 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει χαθεί (α. «χαμένη βαλίτσα» β. «χαμένη υπόθεση») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχασε χρήματα σε χαρτοπαίγνιο ή σε επιχείρηση 3. μτφ. ανόητος, ευήθης 4. υβριστική έκφραση («τί θες βρε χαμένε και συνεχώς μέ… …   Dictionary of Greek

  • παραιτούμαι — παραιτήθηκα, παραιτημένος 1. αφήνω, εγκαταλείπω δικαίωμα, αξίωση, θέση ή αξίωμα ή προσπάθεια: Παραιτούμαι από κάθε προσπάθεια συμβιβασμού. – Παραιτήθηκα από τη θέση του δασκάλου. 2. φρ., «Έχε με παραιτημένο», δε θέλω να έχω σχέση, μη με ενοχλείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάβανος — τάβανος, ο και ντάβανος, ο (λ. ιταλ.), είδος μεγάλης μύγας, αλογόμυγα: Μη μ ενοχλείς σαν ντάβανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”